μικρόνοια

μικρόνοια
η ограниченность, узость (ума)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μικρόνοια" в других словарях:

  • μικρόνοια — η (Μ μικρόνοια) 1. στενοκεφαλιά 2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + νοια (< νους)] …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • νανοκεφαλία — η [νανοκέφαλος] η ιδιότητα τού νανοκεφάλου, η υπερβολική μικρότητα τής κεφαλής, που συνοδεύεται και από μικρόνοια …   Dictionary of Greek

  • ολιγόνοια — η (Μ ὀλιγόνοια) [ολιγόνους] περιορισμένη, νοητική ικανότητα, μικρόνοια …   Dictionary of Greek

  • στενοκεφαλιά — η, Ν μτφ. 1. έλλειψη πνευματικής ευρύτητας, στενότητα αντίληψης, μικρόνοια 2. άσκοπη επιμονή, πείσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενοκέφαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»